μεγάφωνος

μεγάφωνος
-η, -ο (Μ μεγάφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεγάφωνο
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική συσκευή που αυξάνει την ένταση τού ήχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα-* + -φωνος(< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος. Ως τεχνικός όρος τής νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. megaphone].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”