- μεγάφωνος
- -η, -ο (Μ μεγάφωνος, -ον)αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μεγάφωνο(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική συσκευή που αυξάνει την ένταση τού ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα-* + -φωνος(< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος. Ως τεχνικός όρος τής νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. megaphone].
Dictionary of Greek. 2013.